- εικοσάδα
- η (AM εἰκοσάς, Μ και εἰκοσάδα)σύνολο είκοσι ομοειδών μονάδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εικοσάδα — η σύνολο από είκοσι όμοιες μονάδες: Αγόρασε μια εικοσάδα ομπρέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκοσάδα — εἰκοσάς score fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσάρι — το 1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών 2. νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών 3. αυτό που χωράει είκοσι φορτώματα κρασιού («βαρέλι εικοσάρι») 4. η εικοσάδα … Dictionary of Greek
εικοσαδικός — ή, ό αυτός που έχει ως βάση την εικοσάδα … Dictionary of Greek
τρισάριθμος — ον, ΝΑ τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.) μσν. αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.) αρχ. αυτός που έχει αριθμηθεί… … Dictionary of Greek
εικοσάρι — το 1. νόμισμα είκοσι λεπτών (εικοσάλεπτο, εικοσαράκι), είκοσι ευρώ. 2. εικοσάδα: Ο έμπορος αγόρασε ένα εικοσάρι παλτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικοσαδικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εικοσάδα: Εικοσαδική αρίθμηση (που γίνεται με εικοσάδες: 20 40 60 κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικοσαριά — η εικοσάδα (συνήθως με το μια ή καμιά): Είμαστε καμιά εικοσαριά (περίπου είκοσι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)